- καταχρηστικῶς
- καταχρηστικόςmisusedadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχρηστικός — ή, ό (Α καταχρηστικός, ή, όν) [καταχρώμαι] 1. αυτός που κάνει κατάχρηση 2. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται κατά παράβαση τού κανόνα ή με υπέρβαση τού αυστηρά ορθού, κακώς εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
δενδρύφιον — δενδρύφιον, το (Α) 1. μικρό δένδρο 2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου 3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον* με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη ύφιον … Dictionary of Greek
παραχρηστικώς — Α (σχόλ.) καταχρηστικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο μέσω αμάρτυρου επιθ. *παραχρηστικός (< παραχρῶμαι)) … Dictionary of Greek
τσιρόνι — και τσιρώνι, το, Ν ζωολ. 1. κοινή ονομασία μικρού περκόμορφου ψαριού τών γλυκών νερών Rutilus rutilus τής οικογένειας κυπρινίδες, το οποίο, καταχρηστικώς, ονομάζεται και πλατίτσα 2. (καταχρ.) κοινή ονομασία τού μικρόσωμου ψαριού αλβούρνος, που… … Dictionary of Greek
ԱՆՈՒԱՆԱԴՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0219 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 9c, 12c գ. ὁνομαθεσία nominum impositio, nuncupatio որ եւ ԱՆՈՒՆԱԴՐՈՒԹԻՒՆ. Դրութիւն անուան. կոչումն. յորջորջումն անուանելն, իլն. անուն դնելը՝ դրուիլը. ... *Զյովսէփ հաղորդ արար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅՈՐՋՈՐՋԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0373 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ՅՈՐՋՈՐՋ ՅՈՐՋՈՐՋԱՆՔ. προσαγόρευσις, ἑπίκλησις , ἑπώνυμον, ὁνομασία appellatio, nuncupatio, cognomen. (ʼի կրկնութենէ ձայնիս ոգումն, այսինքն ասութիւն, կամ կոչ.) որ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԻՏԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0649 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c մ. καταχρηστικῶς, κόν, ἑκ καταχρήσεως abusive, improprie. Իբրեւ պիտակ եւ օտար. յումպէտս. տիրապէս, այլ անյատկապէս եւ ըստ իմիք. անուամբ լոկով. *Ոչ իսկ տիրապէս սոքա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ДИДИМ СЛЕПЕЦ — [греч. Ϫίδυμος Τυφλός; Дидим Александрийский] (313, Александрия ок. 398, там же), христ. писатель, богослов, экзегет. Жизнь Принятая датировка жизни Д. С. опирается на данные Палладия, еп. Еленопольского (Palladius. Hist. Laus. 4). Сведения блж.… … Православная энциклопедия